- συνουλώνω
- συνουλῶ, -όω, ΝΜΑ(σχετικά με πληγή, τραύμα, έλκος) επιφέρω πλήρη επούλωση, θεραπεύω εντελώς («συνουλωθέντων τῶν ἑλκῶν», Σωρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + οὐλῶ / -ώνω «επουλώνω» (< οὐλή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνούλωμα — το, Ν [συνουλώνω] πλήρης επούλωση … Dictionary of Greek